- μεταφέρω
- μεταφέρω, μετέφερα (σπάν. μετάφερα) βλ. πίν. 217
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μεταφέρω — carry across pres subj act 1st sg μεταφέρω carry across pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφέρω — και μεταφέρνω (ΑΜ μεταφέρω, Μ και μεταφέρνω) 1. μετακινώ κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετατοπίζω, διακομίζω («μετέφερα τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο») 2. (για κτήματα ή χρήματα) μεταγράφω από το όνομα τού παλαιού ιδιοκτήτη στο όνομα τού αγοραστή,… … Dictionary of Greek
μεταφέρω — μετάφερα και μετέφερα, μεταφέρθηκα, μεταφερμένος 1. φέρνω κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετακινώ: Το φορτηγό μετάφερε ζωοτροφές. 2. μτφ., μεταγλωττίζω, μεταφράζω: Η Θεία Κωμωδία μεταφέρθηκε στα ελληνικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταφέρνω — μεταφέρω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταφέρετε — μεταφέρω carry across pres imperat act 2nd pl μεταφέρω carry across pres ind act 2nd pl μεταφέρω carry across imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφέρῃ — μεταφέρω carry across pres subj mp 2nd sg μεταφέρω carry across pres ind mp 2nd sg μεταφέρω carry across pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετενηνεγμένα — μεταφέρω carry across perf part mp neut nom/voc/acc pl μετενηνεγμένᾱ , μεταφέρω carry across perf part mp fem nom/voc/acc dual μετενηνεγμένᾱ , μεταφέρω carry across perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφερομένων — μεταφέρω carry across pres part mp fem gen pl μεταφέρω carry across pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφερόμενον — μεταφέρω carry across pres part mp masc acc sg μεταφέρω carry across pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφερόντων — μεταφέρω carry across pres part act masc/neut gen pl μεταφέρω carry across pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)